- εξωνούμαι
- (AM ἐξωνοῡμαι, -έομαι)εξαγοράζω, διαφθείρω με χρήματααρχ.-μσν.1. αγοράζω («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)2. εξαγοράζω, απελευθερώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ωνούμαι «αγοράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξώνηση — η (Μ ἐξώνησις) [εξωνούμαι] αγορά, συμφωνία κατά την οποία ο πωλητής μπορεί να αναλάβει ό,τι πουλάει με συμφωνημένο τίμημα σε ορισμένη προθεσμία νεοελλ. 1. πρόσθετος όρος σε σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τον οποίο ο πωλητής δικαιούται με μονομερή… … Dictionary of Greek
εξώνητος — η, ο αυτός που απαρνήθηκε τις ιδέες του για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξωνούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek